- βοηδρόμος
- βοηδρόμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοηδρόμος — ο βλ. βοηδρόμιος … Dictionary of Greek
βοηδρόμου — βοήδρομος giving succour masc/fem/neut gen sg βοηδρόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηδρόμους — βοήδρομος giving succour masc/fem acc pl βοηδρόμος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηδρόμοι — βοηδρόμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] … Dictionary of Greek
βοηδρόμωι — βοηδρόμῳ , βοήδρομος giving succour masc/fem/neut dat sg βοηδρόμῳ , βοηδρόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Аполлон, божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Аполлон божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
βοηδρομίη — βοηδρομίη, η (Α) [βοηδρόμος] επικουρία, βοήθεια … Dictionary of Greek
βοηδρομώ — βοηδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω 2. τρέχω κραυγάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ*] … Dictionary of Greek